ἡμιτριβής

ἡμιτριβής
ἡμι-τρῐβής, ές, ([etym.] τρίβω)
A half worn out,

χλαμύς PCair.Zen.92.5

(iii B.C.), cf. CPR27.8 (ii A.D.), Sch.Ar.Pl.729.
II blunt,

ξοΐς BCH35.43

([place name] Delos); λείστριον ib. 8.323 (ibid.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ημιτριβής — ές (Α ἡμιτριβής, ές) (για ρούχα) κατά το ήμισυ εφθαρμένος, μισολειωμένος, μισοτριμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + τριβής (< τρίβω), πρβλ. α τριβής, εν τριβής] …   Dictionary of Greek

  • ἡμιτριβές — ἡμιτριβής half masc/fem voc sg ἡμιτριβής half neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”